Δικαστική επικύρωση συμφωνίας πιστωτών

126/2010 ΜΠρΑθ: Η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρο στο δικηγορικό γραφείο άλλου δικηγόρου συνιστά έμμισθη εντολή με πάγια αντιμισθία

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 38, 44, 63 παρ. 4-5 και 94 του Ν.Δ. 3026/1954 "περί του Κώδικος των Δικηγόρων", όπως ήδη ισχύουν, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 επ. ΑΚ, συνάγεται ότι η επιτρεπόμενη κατ' εξαίρεση στο δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια, ετήσια ή μηνιαία, αμοιβή ρυθμίζεται από τον ως άνω Κώδικα των Δικηγόρων και συμπληρωματικά από τους ορισμούς του Αστικού Κώδικα περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών και τους κανόνες αυτού περί εντολής, εφόσον δεν αντίκεινται στο δημόσιο χαρακτήρα της σχέσεως αυτής, δεν δύναται δε η τέτοια παροχή υπηρεσιών απά δικηγόρους να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθόσον δεν ισχύουν καταρχήν επ' αυτής οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.Η σχετική σύμβαση, η οποία αποτελεί σχέση έμμισθης εντολής, είναι πάντοτε, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της, αορίστου χρόνου, οπότε, έστω και αν συνήφθη για ορισμένο χρόνο, θεωρείται ότι είναι αορίστου χρόνου και λύεται ελεύθερα με έγγραφη καταγγελία και του εντολέα, εκτός αν περιορίζεται από διάταξη νόμου με καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, ενώ μέχρι της πλήρους καταβολής αυτής οφείλονται οι αποδοχές (ΑΠ 104772008 Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 751/2007 Δημ. ΝΟΜΟΣ). Αν η καταγγελία δεν περιβληθεί τον έγγραφο τύπο είναι άκυρη (ΑΠ 203/1999 ΕλλΔνη 40.1047, Εφθεσ 1535/2006 Αρμ 2006, 1352).Περαιτέρω η σύμβαση παροχής καθαρώς νομικών υπηρεσιών με πάγιο ετήσιο ή μηνιαία αντιμισθία μπορεί να συναφθεί, εφόσον ο νόμος δε διακρίνει, και μεταξύ δικηγόρων, του ενός ως εντολέως και του άλλου ως εντολοδόχου, της συμβάσεως αυτής ρυθμιζόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1, 92 παρ. 1 και 2, 92Α του κώδικα των Δικηγόρων και των σε εκτέλεση του άρθρου 92 παρ. 2 του αυτού Κώδικα εκδιδομένων Υπουργικών αποφάσεων με τις οποίες καθορίζεται το ελάχιστο όριο αμοιβής αυτών. Και η σχέση συνεπώς των δικηγόρων που απασχολούνται ως βοηθοί σε δικηγορικά γραφεία με πάγια αντιμισθία, υποχρεούμενοι να εκτελούν δικηγορική εργασία σύμφωνα με τις εντολές και οδηγίες ταυ δικηγόρου, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως έμμισθη εντολή με πάγια αντιμισθία, αφού είναι ασυμβίβαστη η παροχή εξαρτημένης εργασίας από δικηγόρο (ΑΠ 937/1990 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΕφΘεσ 1535/2006 ο.π, Λ. Ντάσιου Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο εκδ. 1999 τ.Ι, σελ. 96).Τέλος η εντολή περί αμοιβής, ως και σύμβαση παροχές υπό δικηγόρου νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία αποδεικνύεται με κάθε αποδεικτικό μέσο και αυτό ακόμη που δεν πληροί τους όρους του νόμου, όπως ορίζεται στο άρθρο 671 ΚΠοΑΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία των άρθρων 677 επ. με την οποία εκδικάζονται οι διαφορές περί αμοιβής των δικηγόρων (ΟλΑΠ 3071988).Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του, ιστορεί τα εξής: Ο ίδιος τυγχάνει δικηγόρος Αθηνών και τον Μάρτιο του έτους 2008, συνήψε προφορικά με τον εναγόμενο, επίσης δικηγόρο Αθηνών, σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια μηνιαία αντιμισθία, που ορίσθηκε στο ποσό των 1.250 ευρώ μηνιαίως. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο εναγόμενος του ζήτησε να υπογράψει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με τους όρους της μεταξύ τους συνεργασίας που ήταν διαφορετικοί από αυτούς που είχαν συμφωνήσει προφορικά, αφού δεν θεωρούσε την μεταξύ τους σχέση σύμβαση εντολής με πάγια αντιμισθία, το οποίο αρχικά αρνήθηκε να υπογράψει ο ενάγων, τελικά όμως τα υπέγραψε στις 2-2-2009, λόγω του αρνητικού κλίματος που είχε δημιουργηθεί στον εργασιακό χώρο από την άρνηση υπογραφής του από τον ενάγοντα. Την επόμενη ημέρα, στις 3-2-2009 ο εναγόμενος ζήτησε οπό τον ενάγοντα να αποχωρήσει από την εργασία, καταγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό την μεταξύ τους σχέση, ενώ σης 6-2-2009 όταν ο ενάγων μετέβη στο δικηγορικό γραφείο του εναγομένου για να λάβει τα προσωπικά του αντικείμενα, ο τελευταίος του επιτέθηκε φραστικά, προσβάλλοντας την προσωπικότητά του, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ισχυριζόμενος ότι η μεταξύ αυτού και του εναγομένου σχέση, φέρει το χαρακτήρας της έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει α) τις διαφορές μεταξύ των καταβαλλομένων και των νομίμων αποδοχών του, συνολικού ποσού 2.061 ευρώ β) την αναλογία επιδομάτων Πάσχα ετών 2008 και 2009, ποσού 260,62 και 197,62 ευρώ αντίστοιχα γ) την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2008 ποσού 1.395 ευρώ δ) την αναλογία επιδόματος αδείας 2008 ποσού 697,50 ευρώ ε) τα 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντα έτους 2008, που ανέρχονται στο ποσό των 835,90 ευρώ στ) ως bonus για το έτος 2008, με βάση την αρχή της ισότητας, αφού τέτοιο δόθηκε σε άλλη δικηγόρο του γραφείου το έτος 2007, ανερχόμενο στο ποσό των 3.000 ευρώ. Ζητεί επίσης να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους του εναγομένου, γιατί δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και να υποχρεωθεί ως εκ τούτου ο εναγόμενος να του καταβάλει ως μισθούς (αντιμισθίες) υπερημερίας ενός έτους το συνολικό ποσό των 19.530 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και αδείας, με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα που κάθε αντιμισθία ήταν καταβλητέα, άλλως σε περίπτωση που η καταγγελία θεωρηθεί έγκυρη να υποχρεωθεί να του καταβαλει την νόμιμη αποζημίωση, ήτοι μία πάγια αντιμισθία καθώς και ως ποινή λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης, τις πάγιες αντιμισθίες του χρονικού διαστήμιπος μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης, ήτοι ποσό 19.350 ευρώ.έλος ζητεί, όπως παραδεκτά μετέτρεψε σε αναγνωριστικό τι αίτημα αυτό της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβαλει και ποσό 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη και προσβλητική συμπεριφορά του. Τα παραπάνω ποσά (αντιμισθίες, επιδόματα εορτών και αδείας) ζητεί ο ενάγων με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστησαν απαιτητά, όπως ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, τα δε λοιπά ποσά (χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αναλογίες ασφαλιστικών εισφορών, bonus) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.Ζητεί επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή.Η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία των αρ. 677 επ. (αρ. 16 αριθμ. 7 και 678 ΚΠολΔ). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 4 και 5 αρ. 4, 92 παρ. 2, 92Α, 94 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 επ. ΑΚ καθόσον όπως αναφέρθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη η συνδεόμενη τον ενάγοντα με τον εναγόμενο σχέση, φέρει το χαρακτήρα της έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, που μπορεί να συναφθεί και μεταξύ δικηγόρων, δεδομένου ότι είναι ασυμβίβαστη η παροχή εξαρτημένης εργασίας από δικηγόρο, καθώς και κατωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις και στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 159, 299, 932, 340, 341, 34S, 346, 349, 350, 361 ΑΚ και 70, 907, 908 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αίτημα αυτής, έχει καταβληθεί το ατταπτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (υπ' αριθμ. 053858, 448398 και 567482 αγωγόσημα Σειράς Α με τα επικολληθέντα σε αυτά ένσημα ΤΠΔΑ και ΤΝ).Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, τις με αριθμ. 84, 85 και 86/18-1-2010 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ακριβής-Αναστασίας Γκότση που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων και λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση του εναγομένου (βλ. την με αριθμ. 5033/14-1-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Βασ. Κουτσογιάννη) και τις με αριθμ. 12793, 12794, 12795, 12796 και 12797 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρής Δρακούδη-Δήμα που προσκομίζει με επίκληση ο εναγόμενος και λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντα (βλ. την με αριθμ. 5201 Β/13-1-2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δήμητρας Χρόνη) και των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται το ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:Ο ενάγων είναι δικηγόρος παρά Πρωτοδίκαις, εγγεγραμμένος στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών από το έτος 2006. Στις 11-3-2008, συνήψε προφορικά με τον εναγόμενο, επίσης δικηγόρο Αθηνών, σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια μηνιαία αντιμισθία, που ορίσθηκε στο ποσό των 1.250 ευρώ μηνιαίως, πλέον bonus, καταβαλλόμενο στο τέλος κάθε έτους, ανάλογα με την εργασία που θα παρείχε. Ειδικότερα ο ενάγων ανέλαβε την εκτέλεση διαφόρων νομικών υπηρεσιών που του ανέθετε ο εναγόμενος και τις οποίες πράγματι εκτελούσε καθ όλο το διάστημα που διήρκεσε η σχέση, ήτοι παραστάσεις ενώπιον δικαστηρίων, σύνταξη δικογράφων, έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας σε Υπσθιηκοφυλακεία κλπ. Τα διάφορα έξοδα για την διαχείριση των υποθέσεων βάρυναν το γραφείο, πλην όμως ο ενάγων έπρεπε να αναφέρει διεξοδικά τον χρόνο που ανάλωσε ανά υπόθεση και το είδος της απασχόλησής στον εναγόμενο, με καταχώριση σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων που τηρούνταν στο γραφείο και δεν είχε το δικαίωμα να απασχολείται και αλλού. Προσωπικές υποθέσεις, δεν ανελάμβανε ο ενάγων κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου προς τούτο, αλλά και διότι όπως προβλεπόταν στα ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε αργότερα, δεν είχε δικαίωμα προς τούτο χωρίς συμφωνία με τον εναγόμενο.Αρκετούς μήνες αργότερα από την έναρξη της εργασίας του ενάγοντα στο γραφείο του εναγομένου και δη το καλοκαίρι του έτους 2008, ο εναγόμενος του ζήτησε να υπογράψει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με τους όρους της μεταξύ τους συνεργασίας, στο οποίο αναφερόταν ότι αντικείμενο της μεταξύ τους συνεργασίας, που ήταν αορίστου χρόνου και θα μπορούσε να λυθεί άτυπα με προφορική δήλωση κάθε μέρους, ήταν η από το γραφείο ανάθεση στον ενάγοντα διαφόρων νομικών υποθέσεων πελατών του γραφείου, στις οποίες ο ενάγων θα παρείχε τις νομικές του υπηρεσίες. Αναφερόταν στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό επίσης, μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων θα προέβαινε και σε παραστάσεις ενώπιον διοικητικών ή άλλων αρχών, ότι η αποφασιστική αρμοδιότητα για την ανάθεση των υποθέσεων, τον τρόπο χειρισμού αυτών κλπ ανήκε στην κρίση του εναγομένου-διοικούντος το γραφείο, ο οποίος θα χορηγούσε και τις σχετικές εντολές ανάθεσης και θα είχε το δικαίωμα ανάκλησής τους, ότι η συνεργασία αυτή δεν συνιστούσε σύμβαση αντιμισθίας, ότι ο ενάγων είχε την υποχρέωση να τηρεί τις διαδικασίες εσωτερικής ενημέρωσης με καταχωρήσεις στις τηρούμενες στο γραφείο βάσεις δεδομένων, οικονομικής διαχείρισης και παρεχομένων υπηρεσιών, ότι τα έξοδα διαχείρισης των υποθέσεων που ανατίθεντο στον ενάγοντα, έφερε το γραφείο. Επίσης ότι ο ενάγων δεν θα μπορούσε να απασχολείται σε οποιοδήποτε τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς ενημέρωση του εναγομένου, προσωπικές του δε υποθέσεις θα μπορούσε να χειρίζεται εκτός γραφείου, εκτός αντίθετης συμφωνίας. Για το σύνολο των παρεχομένων υπηρεσιών του ενάγοντα, ορίσθηκε ως μηνιαία αμοιβή το ποσό των 1.250 ευρώ, από την οποία αφαιρούνταν οι παραστάσεις του ενάγοντα ενώπιον δικαστηρίων ή συμβολαιογράφων, που καταβάλλονταν από το γραφείο. Ορίσθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος είχε το δικαίωμα να καταβάλει άπαξ ετησίως ή και περισσότερες φορές έκτακτες αμοιβές.

Α.Π. 1/2000, Ολομέλεια

Πρόεδρος: Γ. Βελλής, αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Θ. Μπάκας, αρεοπαγίτης

[ΤΕΥΧΟΣ 3/2001]

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ). - Αναίρεση υπέρ του νόμου. Το προβλεπόμενο στο άρθρο 557 εδ. 1 ΚΠολΔ δικαίωμα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ζητήσει την αναίρεση υπέρ του νόμου κάθε απόφασης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπίτρεπτη επέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων της ουσίας, εφόσον η επίλυση του νομικού ζητήματος από το προς τούτο τεταγμένο ανώτατο δικαστήριο, ως συνιστώσα εκπλήρωση της νόμιμης αποστολής του και μάλιστα κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην επιταγή της ταχείας και αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας, συνάδει με τις συναφείς διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Σε αναίρεση υπέρ του νόμου υπόκεινται και οι αποφάσεις των Εφετείων που επικυρώνουν συμφωνίες μεταξύ πιστωτών και επιχείρησης, παρά την εξαίρεση των αποφάσεων αυτών από το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 του ν. 1892/1990. Μειοψηφία. Δεκτή η αναίρεση υπέρ του νόμου.

Επειδή στο άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 1892/1990 "για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη" ορίζεται ότι η απόφαση του Εφετείου η οποία επικυρώνει συμφωνίες πιστωτών και επιχείρησης, που ρυθμίζουν ή περιορίζουν χρέη αυτής, εκδίδεται κατά την διαδικασία των άρθρων 739 επ. Κ.Πολ.Δ. και δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης. Επίσης η παρ. 1 του άρθρου 46 του ίδιου νόμου παραπέμπει ως προς την έκδοση της αποφάσεως του Εφετείου στο άρθρο 9 του ν. 1386/1983, με την παρ. 1 του οποίου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 του ν. 1892 και στη συνέχεια με το άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 1947/1991 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση του Εφετείου δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 557 εδ. 1 του Κ.Πολ.Δ., "ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση υπέρ του νόμου κάθε απόφασης, ακόμη και αν δεν μπορούν να ασκήσουν αναίρεση κατά της απόφασης αυτής οι διάδικοι, για κάθε λόγο και χωρίς περιορισμό προθεσμίας ...". Από την αδιάστικτη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης και τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό, που συνίσταται στην εξασφάλιση, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, πάγιας και ομοιόμορφης ερμηνείας των νόμων, προκύπτει ότι σε αναίρεση υπέρ του νόμου υπόκεινται και οι αποφάσεις των Εφετείων που επικυρώνουν τις ανωτέρω συμφωνίες πιστωτών και επιχείρησης, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες ειδικές διατάξεις, οι οποίες ναι μεν δεν υπόκεινται σε αναίρεση, συντρέχει όμως και ως προς αυτές ο ως άνω δικαιολογητικός λόγος για τον οποίο θεσπίζεται το ειδικό ένδικο μέσο της υπέρ του νόμου αναίρεσης. Το ένδικο αυτό μέσον δεν έχει επιπτώσεις στους διαδίκους (άρθρο 557 εδ. 2 περ. α΄ Κ.Πολ.Δ.) και, επί πλέον, η υπέρ του νόμου αναίρεση έχει λόγο ύπαρξης κυρίως κατά των αποφάσεων που δεν υπόκεινται σε αναίρεση από τους διαδίκους, αφού στις λοιπές περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα στους τελευταίους να φέρουν το ζήτημα ενώπιον του Ακυρωτικού. Τέλος, η επίλυση του νομικού ζητήματος από το προς τούτο τεταγμένο ανώτατο δικαστήριο, ως συνιστώσα εκπλήρωση της νόμιμης αποστολής του, και μάλιστα κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην επιταγή της ταχείας και αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπίτρεπτη επέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων της ουσίας. Επομένως η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση υπέρ του νόμου της προσβαλλόμενης απόφασης του εφετείου, η οποία επικύρωσε συμφωνία πιστωτών και επιχείρησης, που ρυθμίζει και περιορίζει τα χρέη αυτής, είναι παραδεκτή.

Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 44 παρ. 1 του ν. 1892/1990 "για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη ...", συμφωνίες μεταξύ των πιστωτών και επιχειρήσεως, περιλαμβανόμενης σε μία από τις περιπτώσεις α, β, γ ή δ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 1386/1983, που ρυθμίζουν ή περιορίζουν χρέη αυτής, δεσμεύουν και τους μη συμβεβλημένους πιστωτές, το Δημόσιο, τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως, κύριας ή επικουρικής, τις τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, δανειστές, της επιχειρήσεως, εφόσον: α) οι συμβεβλημένοι πιστωτές εκπροσωπούν το 60% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται το 40% των τυχόν εμπραγμάτως ασφαλισμένων, όπως οι απαιτήσεις αυτές εμφανίζονται στα τηρούμενα από την επιχείρηση βιβλία και στον ισολογισμό της τελευταίας, πριν από την συμφωνία, εταιρικής χρήσεως, β) συναινούν γραπτά εταίροι ή μέτοχοι, στους οποίους ανήκει κατά πλειοψηφία το καταβεβλημένο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο της επιχειρήσεως, γ) επικυρωθούν από το Εφετείο της έδρας της επιχειρήσεως, με απόφαση εκδιδόμενη κατά την διαδικασία των άρθρων 739 επ. Κ.Πολ.Δ., ύστερα από αίτηση της επιχειρήσεως. Εξ άλλου, στις περιπτώσεις α, β, γ ή δ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 1386/1983 περιλαμβάνονται οι επιχειρήσεις, οι οποίες α) έχουν αναστείλει ή διακόψει την λειτουργία τους για οικονομικούς λόγους, β) είναι σε κατάσταση παύσεως των πληρωμών, γ) έχουν πτωχεύσει ή έχουν τεθεί υπό την διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών ή υπό προσωρινή διαχείριση ή υπό εκκαθάριση οποιασδήποτε μορφής, δ) το σύνολο των οφειλών τους είναι πενταπλάσιο από το άθροισμα του εταιρικού κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών τους και παρουσιάζουν έκδηλη αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται εμπορικές συναλλαγές μη ληξιπρόθεσμες. Επίσης, κατά την διάταξη του άρθρου 45 παρ. 10 του ίδιου ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 43 του ν. 1947/1991, οι συμφωνίες του άρθρου 44 επιτρέπεται να συναφθούν και επικυρωθούν, μόνον εφόσον δεν έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός βασικών και σχετιζομένων με την παραγωγική διαδικασία περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως. Τέλος, κατά την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2556/1997, "μέτρα κατά της εισφοροδιαφυγής, διασφάλιση εσόδων ΙΚΑ κ.λπ.", "ειδικά για τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, κύριας και επικουρικής, η συμφωνία επιχείρησης με τους πιστωτές της ισχύει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία έχει εξασφαλισθεί η κάλυψη των οφειλομένων εισφορών προς αυτούς". Σκοπός της τελευταίας αυτής διάταξης είναι η εξασφάλιση της οικονομικής καλύψεως των οφειλομένων προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης εισφορών, διότι τυχόν συμφωνία της υποχρεωμένης επιχειρήσεως με τους πιστωτές της, χωρίς την ανωτέρω εξασφάλιση, θα επιδεινώσει την ήδη δυσχερή οικονομική κατάσταση των οργανισμών αυτών, πράγμα που σε τελική ανάλυση επιβαρύνει την εθνική οικονομία, κλονίζει την βιωσιμότητα των οργανισμών αυτών και καθιστά αδύνατη την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους τους. Συνεπώς το εφετείο, για να επικυρώσει την συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεως και πιστωτών της, ερευνά, ως ουσιαστική προϋπόθεση της επικυρωτικής κρίσεώς του, και αν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εξασφάλιση της οικονομικής καλύψεως για την καταβολή των οφειλομένων εισφορών προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως από την επιχείρηση ή από φερέγγυους τρίτους ή έστω και από την ρύθμιση των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών, εφόσον όμως βεβαιώνεται ότι η ρύθμιση αυτή εξασφαλίζει την κάλυψη για την είσπραξή τους. Αν δεν συντρέχει και η προϋπόθεση αυτή, το δικαστήριο δεν επικυρώνει την συμφωνία, ενόψει του ότι θα είναι αδύνατη η λειτουργία του συμβιβασμού προς ανόρθωση της επιχειρήσεως, αφού αυτή δεν θα δεσμεύει τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως και συνεπώς αυτοί θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να λαμβάνουν μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως, συνεπεία των οποίων θα τίθεται εκ των πραγμάτων εκποδών η εξακολούθηση της λειτουργίας της επιχειρήσεως και θα αχρηστεύεται έτσι ο λόγος συνάψεως της συμφωνίας. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι υπό το αυτό πνεύμα επιχειρήθηκε και η ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 6 του ν. 2528/1997 και 53 παρ. 18 του ν. 2224/1994, οι οποίες εφαρμόζονται επί επιχειρήσεων που τελούν υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως και ορίζουν ότι τις πάσης φύσεως υποχρεώσεις τους προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως αναλαμβάνει το Δημόσιο, ώστε να διασφαλίζεται και πάλι η κάλυψη των υποχρεώσεων προς τους οργανισμούς αυτούς. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε τα εξής: Η αναφερομένη στην προσβαλλομένη απόφαση εταιρία περιορισμένης ευθύνης, που εδρεύει στον Πειραιά, αποτελούσα επιχείρηση με την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων, όφειλε στις 31.12.1998, για κεφάλαια, τόκους κ.λπ. τα απαριθμούμενα στην απόφαση αυτή χρηματικά ποσά, ότι εκ τούτων η απαίτηση της ΕΤΒΑ ανέρχεται σε δραχμές 758.677.143, είναι η μόνη που εξασφαλίζεται με υποθήκη και εκπροσωπεί το 74,54% του συνόλου των κατά της εταιρίας αυτής ληξιπροθέσμων απαιτήσεων, ήτοι ποσοστό κατά πολύ μεγαλύτερο του απαιτουμένου κατά νόμο 60% των ίδιων απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται και το 100% των εμπραγμάτως ασφαλισμένων απαιτήσεων, ότι έχει αυτή αναστείλει την λειτουργία της για οικονομικούς λόγους, είναι σε κατάσταση παύσεως των πληρωμών, έχει διορισθεί επίτροπος αυτής, δεν έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός βασικών στοιχείων της, το σύνολο των οφειλών της είναι υπέρ πενταπλάσιο από το άθροισμα του εταιρικού κεφαλαίου και των εμφανών αποθεματικών της και ότι στις 19.2.1999 καταρτίσθηκε συμφωνία μεταξύ αυτής και της ΕΤΒΑ ρύθμισης των προς τρίτους χρεών της, χωρίς όμως να εξασφαλισθεί η οικονομική κάλυψη των οφειλομένων, εκ δραχμών 14.000.000, ασφαλιστικών εισφορών της προς το ΝΑΤ. Με βάση τις παραδοχές αυτές το εφετείο επικύρωσε την ανωτέρω συμφωνία. Με την κρίση του αυτή το εφετείο παραβίασε την ανωτέρω ουσιαστική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2556/1997, αφού επικύρωσε την συμφωνία αυτή, χωρίς να δέχεται ότι έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η κάλυψη των οφειλομένων προς το ΝΑΤ ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί υπέρ του νόμου η ως άνω απόφαση, κατά το βάσιμο, από το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., μοναδικό λόγο της αναιρέσεως.

Πέντε, όμως μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος και οι αρεοπαγίτες Κωνσταντίνος Κωστήρης, Γεώργιος Κάπος, Δημήτριος Ζέρβας και Δαμιανός Παπαθανάσης, έχουν τη γνώμη ότι κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2556/1997, το γεγονός ότι δεν εξασφαλίζεται μέσω της εν λόγω συμφωνίας η κάλυψη των οφειλομένων στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως εισφορών, έχει ως μόνη συνέπεια την ακυρότητα της ανωτέρω συμφωνίας έναντι του δικαιούχου των εισφορών οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως, χωρίς να εμποδίζει την επικύρωση της συμφωνίας από το Εφετείο, αφού υπό αντίθετη εκδοχή, προστίθεται και άλλη προϋπόθεση για την επικύρωση της συμφωνίας που κατ' ουσίαν ματαιώνει την επάνοδο της επιχειρήσεως στο καθεστώς της ελεύθερης αγοράς. Επομένως, κατά την μειοψηφούσα γνώμη, ο προκείμενος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Σημείωμα

Με την σχολιαζόμενη απόφαση της Ολομέλειας του ανώτατου πολιτικού δικαστηρίου της Χώρας κρίθηκε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως (όπως συμβαίνει με την περίπτωση αποφάσεων του Εφετείου που επικυρώνουν συμφωνίες πιστωτών και επιχείρησης), ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση υπέρ του νόμου των σχετικών δικαστικών αποφάσεων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου βασίζεται σε τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 557 εδ. 1 του ΚΠολΔ, οι οποίες θεμελιώνουν το σχετικό δικαίωμα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα, έτσι, με το σκεπτικό της αποφάσεως σκοπός της διάταξης αυτής είναι η "εξασφάλιση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, πάγιας και ομοιόμορφης ερμηνείας των νόμων". Ο επιδιωκόμενος, επομένως, σκοπός δημοσίου συμφέροντος συνδέεται με τις αρχές της ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου και, συνακόλουθα, με την αρχή του κράτους δικαίου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, εξάλλου, η στήριξη της αιτιολογίας της σχολιαζόμενης απόφασης στην επιταγή της ταχείας και αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας, η οποία, μάλιστα, θεμελιώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η συμπληρωματική και εν πολλοίς "επικουρική" αυτή αναφορά στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αποσκοπεί στην περαιτέρω ενίσχυση της ανωτέρω δικαστικής κρίσης. Στην ουσία, το Δικαστήριο προβαίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση σε σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ερμηνεία του άρθρου 557 ΚΠολΔ προκειμένου να στηριχθεί επαρκέστερα ο συναφής δικανικός συλλογισμός.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

H "Τειρεσίας ΑΕ" (Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών) είναι μη κερδοσκοπική εταιρία που ιδρύθηκε από τις ελληνικές τράπεζες προκειμένου να συνδράμει τα πιστωτικά ιδρύματα στη διερεύνηση της φερεγγυότητας των συναλλασσομένων και να συμβάλει στην προστασία της τραπεζικής και εμπορικής πίστης. Αυτή τη στιγμή παρακολουθεί την οικονομική συμπεριφορά 1.600.000 φυσικών και νομικών προσώπων.

Η "Τειρεσίας ΑΕ" εξειδικεύεται στη συγκέντρωση και διάθεση πληροφοριών οικονομικής συμπεριφοράς ιδιωτών και επιχειρήσεων. Αποδέκτες των δεδομένων αυτών είναι τράπεζες, εταιρίες έκδοσης και διαχείρισης καρτών, εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), εταιρείες πρακτόρευσης επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) και Οργανισμοί του Δημοσίου.

Στην "Τειρεσίας ΑΕ" υπάρχουν επιπλέον και 4.500.000 μερίδια τα οποία αυτή τη στιγμή είναι "λευκά". Αλλά είναι άμεσα διαθέσιμα για να καταγράψουν πληροφορίες σχετικές, με την οικονομική συμπεριφορά ιδιωτών ή επιχειρήσεων.

Οι αρμόδιες υπηρεσίες του "Τειρεσία ΑΕ" συλλέγουν πληροφορίες που σχετίζονται και με θετικά στοιχεία της οικονομικής συμπεριφοράς των φυσικών και νομικών προσώπων, ενώ μέχρι τώρα έπρεπε ο ίδιος ο ιδιώτης να προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία.

Καταχώρηση οικονομικών δεδομένων

Η "Τειρεσίας ΑΕ" είναι διατραπεζική εταιρία και οι μέτοχοί της είναι 21 τράπεζες και 1 εταιρία πρακτόρευσης επιχειρηματικών απαιτήσεων.

Η εταιρία εφαρμόζει πιστά τις σχετικές αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Ν. 2472 / 97).

Τα δεδομένα του αρχείου έχουν επικουρικό ρόλο, αφού η "Τειρεσίας ΑΕ" δεν προ-βαίνει σε εκτίμηση, κρίση ή άλλη αξιολόγηση των δεδομένων αυτών. Η αξιολόγησή τους γίνεται αποκλειστικά από τον αποδέκτη τους.

Η σημαντικότερη δραστηριότητα της "Τειρεσίας ΑΕ" είναι η διαχείριση του αρχείου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς. Οι πηγές άντλησης των δεδομένων και οι κατηγορίες πληροφοριών του αρχείου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς της "Τειρεσίας ΑΕ" είναι οι εξής:

· ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΑ (αιτήσεις πτωχεύσεων, απορρίψεις αιτήσεων πτωχεύσεων, εξέλιξη αιτήσεων πτωχεύσεων, κηρυχθείσες πτωχεύσεις, διαταγές πληρωμής), · ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΕΙΑ (υποθήκες - προσημειώσεις, εξαλείψεις υποθηκών - προσημειώσεων, κατασχέσεις - επιταγές του ΝΔ 1923, άρσεις κατασχέσεων - επιταγών του ΝΔ 1923),

· ΤΡΑΠΕΖΕΣ (επιταγές, συναλλαγματικές, καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες),

· ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ (διοικητικές κυρώσεις).

Διάρκεια διατήρησης των καταχωρημένων στοιχείων

Σύμφωνα με σχετική απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα - η "Τειρεσίας ΑΕ" διατηρεί τις πληροφορίες στο αρχείο της για ορισμένο χρονικό διάστημα.:

i. Έως τρεις (3) σφραγισμένες επιταγές ή / και απλήρωτες συναλλαγματικές συνολικού ποσού μέχρι 500.000 δρχ. διαγράφονται από το αρχείο εφόσον έχουν εξοφληθεί αποδεδειγμένα και έχει παρέλθει η ημερομηνία στέρησης βιβλιαρίου επιταγών.

ii. Έως πέντε (5) σφραγισμένες επιταγές ή / και απλήρωτες συναλλαγματικές συνολικού ποσού έως 1.000.000 δρχ. διαγράφονται από το αρχείο μετά την πάροδο είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης ή λήξης αντίστοιχα, της πιο πρόσφατης από τις ανωτέρω επιταγές ή συναλλαγματικές, εφόσον έχουν εξοφληθεί αποδεδειγμένα και εφόσον έχει παρέλθει η ημερομηνία στέρησης βιβλιαρίου επιταγών.

iii. Σφραγισμένες επιταγές και απλήρωτες συναλλαγματικές, πέραν των προαναφερομένων στα στοιχεία i και στο ii, όπως και καταγγελίες συμβάσεων πιστωτικών καρτών και δανείων καταναλωτικής πίστης διατηρούνται στο αρχείο για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών.

iv.Διαταγές πληρωμής διατηρούνται στο αρχείο για επτά (7) χρόνια.

v.Προγράμματα πλειστηριασμών, κατασχέσεις, επιταγές του ΝΔ.1923 και διοικητικές κυρώσεις του υπουργείου Οικονομικών διατηρούνται στο αρχείο για δέκα (10) χρόνια.

vi. Οι αιτήσεις πτωχεύσεων διαγράφονται, είτε με την καταχώριση της τελικής πληροφορίας για κήρυξη της πτώχευσης, είτε, εφόσον ματαιωθεί η σχετική μ' αυτές συζήτηση, μετά δωδεκάμηνο από την ημερομηνία της (ματαιωθείσας) συζήτησης.

vii. Οι πληροφορίες για κηρυχθείσες πτωχεύσεις δεν διαγράφονται από το αρχείο.

viii. Οι πληροφορίες για προσημειώσεις υποθηκών και υποθήκες διαγράφονται από το αρχείο όταν εξαλειφθούν.

ix. Οι πληροφορίες των κατηγοριών i έως και v θα διαγράφονται από το αρχείο εφόσον οι αντίστοιχες οικονομικές υποχρεώσεις έχουν εξοφληθεί και εφόσον μέχρι τη συμπλήρωση του προς τούτο χρονικού διαστήματος ή τον χρόνο εξόφλησης δεν καταχωρισθούν στο αρχείο πληροφορίες οι οποίες διαγράφονται σε μεταγενέστερο χρόνο. Κατ' εξαίρεση, στις κατηγορίες i και ii και εντός του χρόνου της κατηγορίας iii, εάν εμφανισθούν νέα δεδομένα που αφορούν στις κατηγορίες i έως και vii, οι μη μεταδιδόμενες συναλλαγματικές ή / και επιταγές θα επανεμφανίζονται.

Αρχείο πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, καταναλωτικών και προσωπικών δανείων.

Σύντομα θα ξεκινήσει σύστημα που αφορά τη συγκέντρωση σε ένα αρχείο των κινδύνων που αναλαμβάνονται από καταναλωτικά / προσωπικά δάνεια και πιστωτικές / χρεωστικές κάρτες. Οι κίνδυνοι θα συγκεντρώνονται για κάθε επιχείρηση ή ιδιώτη. Κατά τη διάθεσή τους στα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, θα αναφέρονται αθροιστικά. Δηλαδή θα καταγράφεται η συνολική ανοικτή θέση όσων έλαβαν καταναλωτικά δάνεια ή κατέχουν πιστωτικές κάρτες. Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες θα γνωρίζουν αν οι πελάτες τους έχουν δανειοδοτηθεί από πολλές τράπεζες ταυτόχρονα, φαινόμενο που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στη χώρα μας συντελώντας έτσι στην υπερχρέωση των δανειοληπτών και στη δημιουργία κινδύνων για το πιστωτικό σύστημα. Με τη λειτουργία του συστήματος αναμένεται ότι θα καταστεί αδύνατη η χορήγηση δανείων ή καρτών σε όσους είναι υπερχρεωμένοι. Το αρχείο θα εμπλουτίζεται και με άλλα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς.

Αρχείο κλοπής ή απώλειας ταυτοτήτων και βιβλιαρίων

Η "Τειρεσίας ΑΕ" δημιούργησε επίσης ένα επικουρικό αρχείο στο οποίο καταχωρούνται δηλώσεις κλοπής ή απώλειας ταυτοτήτων και διαβατηρίων. Σκοπός του αρχείου είναι η δυνατότητα ενημέρωσης του ευρύτερου τραπεζικού χώρου με στόχο την προστασία των συναλλαγών και των συναλλασσομένων από τις παρεπόμενες συνέπειες της απώλειας ή κλοπής. Η καταχώρηση στο αρχείο γίνεται με τη συμπλήρωση από τον ενδιαφερόμενο σχετικής αίτησης / δήλωσης και κατάθεσής της στα γραφεία της εταιρείας. Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες θα μπορούν να διαπιστώνουν εύκολα και γρήγορα η αν η ταυτότητα που εμφανίζεται είναι κλεμμένη ή όχι.

Καταχώρηση πληροφορίας σχετικής με ακάλυπτη επιταγή

Η συμπλήρωση στο αρχείο της "Τειρεσίας ΑΕ" πληροφορίας σχετικής με ακάλυπτη επιταγή είναι δυνατή: Α. Εάν υπάρχει οριστική δικαστική απόφαση όπως ανωτέρω από Γ και Δ η οποία όμως δεν κατέστη τελεσίδικη. Η συμπλήρωση γίνεται με την ένδειξη "κηρύχθηκε ανίσχυρη" ή "ακυρώθηκε" αντίστοιχα. Β. Εάν η επιταγή πληρώθηκε εκ των υστέρων ή τακτοποιήθηκε η σχετική υποχρέωση.

Για τη συμπλήρωση της πληροφορίας απαιτείται πρόταση προς την Τειρεσίας ΑΕ υποκαταστήματος τράπεζας, εγκεκριμένη από την αρμόδια κεντρική υπηρεσία της. Η πρόταση υποβάλλεται ύστερα από αίτημα , εφόσον η τράπεζα διαπιστώσει την εκ των υστέρων είσπραξη ή τακτοποίηση Σε περίπτωση που η τράπεζα αρνείται ή αδυνατεί να υποβάλει σχετική πρόταση ο εκδότης της επιταγής μπορεί να υποβάλλει αίτημα στην "Τειρεσίας ΑΕ" συνοδευόμενο από φωτοτυπία των δύο όψεων του σώματος της επιταγής από το οποίο θα προκύπτει: η εξόφληση ή τακτοποίησή της και ο κωδικός του υποκαταστήματος που ανήγγειλε τη μη πληρωμή.

Σε περίπτωση συμπλήρωσης, όπως περιγράφεται ανωτέρω και εφόσον έχει παρέλθει η ημερομηνία λήξης του διοικητικού μέτρου στέρησης βιβλιαρίου επιταγών που είχε επιβληθεί λόγω της ακάλυπτης επιταγής που εξοφλήθηκε ή τακτοποιήθηκε, διαγράφεται και η πληροφορία περί του διοικητικού αυτού μέτρου.

Οποιοσδήποτε δεν επιθυμεί την εμφάνιση των στοιχείων οικονομικής συμπεριφοράς του, που τηρούνται στο αρχείο ης "Τειρεσίας ΑΕ" μπορεί να καταθέσει σχετική αίτηση στο γραφείο εξυπηρέτησης. Με την ικανοποίηση του αιτήματος του, στη θέση των δεδομένων στο αρχείο αναγράφεται: "δεν επιθυμεί την αναγραφή δεδομένων που τον αφορούν".

Διαγραφή πληροφορίας σχετικής με ακάλυπτη επιταγή

Η διαγραφή από το αρχείο της "Τειρεσίας ΑΕ" πληροφορίας σχετικής με ακάλυπτη επιταγή είναι δυνατή:

Α. Εάν η επιταγή σφραγίσθηκε και αναγγέλθηκε από την τράπεζα εκ παραδρομής παρά την ύπαρξη επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων στον τηρούμενο σχετικό λογαριασμό (περιλαμβανομένης και της περίπτωσης ανακλήσεως),

Β. Εάν η επιταγή είναι ατάκτου εκδόσεως. Γ. Εάν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή βούλευμα που αθωώνει τον εκδότη για τη μη πληρωμή της επιταγής (όχι λόγω εξοφλήσεώς της), Δ. Εάν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση κήρυξης της επιταγής ανίσχυρης για οποιαδήποτε αιτία ή ακύρωσης της εξ αυτής υποχρεώσεως του εκδότη.

Για τη διαγραφή απαιτείται πρόταση προς την "Τειρεσίας ΑΕ" της τράπεζας, εγκεκριμένη από την αρμόδια κεντρική υπηρεσία της με την οποία θα γνωστοποιείται ποια από τις ανωτέρω περιπτώσεις συντρέχει.

Στις περιπτώσεις Γ και Δ ως ανωτέρω, εφόσον η τράπεζα αρνείται να προβεί σε πρόταση διαγραφής, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να απευθυνθεί στην "Τειρεσίας ΑΕ" υποβάλλοντας αίτηση συνοδευόμενη από:

Α. τη σχετική δικαστική απόφαση ή βούλευμα,

Β. έκθεση επίδοσης της απόφασης,

Γ. πιστοποιητικό τελεσιδικίας της.

Σε περίπτωση διαγραφής διαγράφεται και η πληροφορία περί ημερομηνίας λήξεως του διοικητικού μέτρου στέρησης του βιβλιαρίου επιταγών το οποίο είχε επιβληθεί λόγω της ακάλυπτης επιταγής που διεγράφη, ανεξάρτητα από την παρέλευση ή μη της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε το διοικητικό μέτρο.